βλαστοκοπώ

βλαστοκοπώ
κόβω τα κλαδιά, κλαδεύω χρησιμοποιώντας το ειδικό δεντροκομικό μαχαίρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βλαστοκοπώ — βλαστοκοπῶ ( έω) (Α) κόβω βλαστούς από δέντρο ή θάμνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστός + κοπώ* < κοπος < κόπτω] …   Dictionary of Greek

  • -κοπώ — άω β συνθετικό ρημάτων τής Νέας Ελληνικής το οποίο σημαίνει επίταση ή επανάληψη αυτού που δηλώνει το α συνθετικό. Τα ρ. τής Αρχαίας Ελληνικής σε κοπώ σχηματίζονταν σε έω / ῶ, ήταν παρασύνθετα από ονόματα σε κόπος (< κόπτω) και διατηρούσαν τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”